- κυμάτιο
- Διακοσμητικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής. Εμφανίζεται συνήθως οριζόντιο σε μια βάση κτιρίου, σε μια κορνίζα, σε ένα κιονόκρανο, στη βάση ενός κίονα ή ενός αγάλματος και έχει κυματοειδή μορφή. Τα κ. απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία στην Ελλάδα της κλασικής περιόδου και διακρίνονταν σε τρία είδη: το δωρικό, το ιωνικό και το λέσβιο. Τα κ. υιοθετήθηκαν επίσης από τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, εκείνη της Αναγέννησης και την ευρωπαϊκή των νεότερων χρόνων. Ο όρος κ. στη μοντέρνα αρχιτεκτονική τείνει να αντικατασταθεί από τον όρο προφίλ, όταν αναφέρεται σε στοιχεία από μέταλλο, σκυρόδεμα ή ξύλο σε προσόψεις κτιρίων. Τα κλασικά κ. είχαν καμπύλες ή τεθλασμένες διατομές. Αλλάζοντας ελαφρά τον συνδυασμό, την καμπυλότητα και την προεξοχή των κ., οι αρχιτέκτονες μπορούν να μεταβάλλουν την εντύπωση που δημιουργείται από τη βάση ή την κορυφή των κτιρίων. Το ύψος και η προεξοχή τους τονίζει το βάθος ή την ελαφρότητα των τμημάτων του υπερκείμενου κτιρίου.
To κυμάτιο είναι διακοσμητικό στοιχείο, συνήθως, οριζόντιο σε μία βάση κτιρίου.
* * *το (AM κυμάτιον)αρχιτ. κυματοειδές σκάλισμα, ράβδωση, αυλάκωση, προεξοχή με κυματοειδή συνήθως μορφή, που αποτελεί μέρος αρχιτεκτονικής διακόσμησης σε κιονόκρανα, επιστύλια, βάσεις κιόνων ή αγαλμάτων ή σε πρόσοψη επίπλων («καὶ ποιήσεις αὐτῇ κυμάτια χρυσᾱ στρεπτά κύκλῳ», ΠΔ)νεοελλ.κυματάκιαρχ.έλικας ιωνικού κιονοκράνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιoν].
Dictionary of Greek. 2013.